- παλκοσένικο
- το(λ. ιταλ.), η σκηνή του θεάτρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλκοσένικο — το 1. το σανίδωμα τής σκηνής τού θεάτρου 2. η σκηνή τού θεάτρου 3. η τέχνη και το επάγγελμα τού θεάτρου 4. φρ. «βγήκα στο παλκοσένικο» έγινα ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palco scenico «πάτωμα σκηνής, σκηνικό»] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek